Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) αναγνωρίζεται ως μία από τις πλέον επιδραστικές, αλλά και αμφιλεγόμενες, πνευματικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής και ευρωπαϊκής σκέψης. Το εκτενές και πολυδιάστατο έργο του, το οποίο εκτείνεται από την ιστορία της φιλοσοφίας και των ιδεών έως την πολιτική θεωρία, την κοινωνιολογία και τη γεωπολιτική, χαρακτηρίζεται από μια σχολαστική ακαδηδημαϊκή έρευνα, μια αδυσώπητη διανοητική ειλικρίνεια και μια διαυγή, συχνά προκλητική, κριτική οπτική. Η φιλοσοφική του συνεισφορά δεν συνίσταται στην οικοδόμηση ενός νέου κανονιστικού συστήματος ή στην πρόταση μιας ιδεαλιστικής θεώρησης του κόσμου, αλλά στην προσπάθεια να κατανοήσει τη γένεση, την εξέλιξη και τη λειτουργία των ανθρώπινων αξιών, ιδεών και θεσμών, απογυμνώνοντάς τα από κάθε μεταφυσική ή ηθικολογική επίστρωση.
Στον πυρήνα της Κονδύλειας φιλοσοφίας βρίσκεται η αταλάντευτη θέση ότι η ανθρώπινη ιστορία και κοινωνία δεν μπορούν να εξηγούνται επαρκώς χωρίς την αναγνώριση της δύναμης (Macht) ως πρωταρχικής κατηγορίας. Για τον Κονδύλη, η δύναμη δεν είναι ένα απλό εργαλείο ή ένα δευτερεύον φαινόμενο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αλλά η θεμελιώδης κινητήρια δύναμη που διαμορφώνει τις σχέσεις, τις δομές και τις νοηματικές κατασκευές των ανθρώπινων κοινοτήτων. Από αυτή την οπτική, οι ιδέες, οι ιδεολογίες, οι ηθικές αρχές, ακόμη και ο ίδιος ο ορθολογισμός, δεν είναι αυτόνομες και υπερβατικές οντότητες, αλλά αναγκαία παράγωγα και λειτουργικά εργαλεία των σχέσεων δύναμης, χρησιμοποιούμενα για την εξυπηρέτηση συμφερόντων, τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας και τη συσπείρωση των συλλογικοτήτων.
Το παρόν δοκίμιο θα επιχειρήσει να αναλύσει τις κεντρικές συνιστώσες της φιλοσοφίας του Παναγιώτη Κονδύλη, ξεκινώντας από την έννοια της δύναμης και τη γένεση των ιδεολογιών, συνεχίζοντας με την κριτική του ορθολογισμού και του ηθικισμού, εξετάζοντας την έννοια της απόφασης, και καταλήγοντας στην ιδιαίτερη φιλοσοφία της ιστορίας και την ανάλυση της νεωτερικότητας. Θα διερευνηθούν οι επιπτώσεις της Κονδύλειας σκέψης, καθώς και οι βασικές κριτικές που έχουν διατυπωθεί απέναντί της, με στόχο να αναδειχθεί η διαρκής επικαιρότητα και η διανοητική πρόκληση που θέτει το έργο του.
Ι. Η Δύναμη ως Πρωταρχική Κατηγορία: Το Θεμέλιο της Κονδύλειας Ανάλυσης
Η έννοια της δύναμης (Macht) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ολόκληρου του φιλοσοφικού οικοδομήματος του Παναγιώτη Κονδύλη. Δεν πρόκειται για μια τυχαία επιλογή ή μια απλή αναλυτική κατηγορία, αλλά για το πρωταρχικό, αδιαπραγμάτευτο φαινόμενο που εξηγεί τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Για τον Κονδύλη, η αδυναμία των παραδοσιακών φιλοσοφικών και κοινωνικών θεωριών να αντιληφθούν την πραγματικότητα έγκειται συχνά στην παράβλεψη ή την υποβάθμιση του καθοριστικού ρόλου της δύναμης, αντικαθιστώντας την με ιδεαλιστικές ή ηθικολογικές εξηγήσεις.
Η Κονδύλεια προσέγγιση της δύναμης είναι ριζοσπαστική επειδή την τοποθετεί όχι απλώς ως ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό των κοινωνικών σχέσεων, αλλά ως εγγενές και αναπόφευκτο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την άποψη αυτή, η δύναμη δεν είναι κάτι που αποκτάται ή χάνεται αποκλειστικά σε πολιτικό επίπεδο, αλλά εκδηλώνεται σε κάθε ανθρώπινη αλληλεπίδραση, από τις πιο προσωπικές έως τις πιο συλλογικές. Η βούληση για δύναμη, η επιθυμία για επικράτηση, διατήρηση ή επέκταση της θέσης κάποιου απέναντι σε άλλους, θεωρείται ως μια βασική ανθρώπινη ορμή, ένα «πρωταρχικό βιολογικό και ψυχολογικό δεδομένο» που καθορίζει τις συμπεριφορές και τις επιλογές.
Ο Κονδύλης κάνει μια κρίσιμη διάκριση μεταξύ της φυσικής ή βιολογικής δύναμης και της κοινωνικής ή πολιτικής δύναμης. Η πρώτη αναφέρεται στην ικανότητα του οργανισμού να επιβιώνει, να αναπτύσσεται και να επικρατεί στο φυσικό περιβάλλον και απέναντι σε άλλους οργανισμούς. Η δεύτερη, η οποία αποτελεί το κύριο αντικείμενο της ανάλυσής του, αναφέρεται στην ικανότητα ανθρώπινων ατόμων ή ομάδων να επιβάλλουν τη βούλησή τους σε άλλα άτομα ή ομάδες, να διαμορφώνουν συμπεριφορές, να θεσπίζουν κανόνες και να ελέγχουν πόρους. Αυτή η κοινωνική δύναμη είναι πάντα σχεσιακή και δυναμική, μια διαρκής πάλη για επικράτηση και διατήρηση.
Στη θεμελίωση της έννοιας της δύναμης, ο Κονδύλης συνδέεται εμφανώς με μια μακραίωνη παράδοση της δυτικής σκέψης που αναγνώρισε την κεντρική της σημασία, συχνά σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες ηθικολογικές ή ιδεαλιστικές προσεγγίσεις. Αναφέρει συχνά τον Θουκυδίδη και την κυνική του ανάλυση των διεθνών σχέσεων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, όπου το δίκαιο και η ηθική υποχωρούν μπροστά στον νόμο του ισχυροτέρου. Ο Μακιαβέλι αποτελεί επίσης έναν πρόδρομο της Κονδύλειας σκέψης, καθώς ανέδειξε την αυτονομία της πολιτικής από την ηθική και την αναγκαιότητα του ηγεμόνα να κατανοεί και να διαχειρίζεται τη δύναμη για την επιβίωση και την ευημερία του κράτους. Ο Τόμας Χομπς και η θεώρησή του για τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων» στην κατάσταση της φύσης, καθώς και η ανάγκη για έναν πανίσχυρο Λεβιάθαν που θα επιβάλλει την τάξη μέσω της δύναμης, αντηχεί επίσης στην Κονδύλεια έμφαση στην πρωταρχικότητα της ασφάλειας και της επιβολής.
Ωστόσο, η πιο άμεση και βαθιά συγγένεια του Κονδύλη όσον αφορά την έννοια της δύναμης εντοπίζεται στον Φρίντριχ Νίτσε. Η Νιτσεϊκή έννοια της «βούλησης για δύναμη» (Wille zur Macht), ως πρωταρχικής, κοσμικής ορμής που διέπει κάθε ύπαρξη, βρίσκει μια ιδιαίτερη απήχηση στην Κονδύλεια σκέψη. Ο Κονδύλης, όπως και ο Νίτσε, απορρίπτει την ιδέα μιας αντικειμενικής, υπερβατικής αλήθειας ή ενός εξωτερικού σκοπού, θεωρώντας ότι κάθε αξίωση για αλήθεια ή ηθική υπεροχή αποτελεί εκδήλωση μιας βούλησης για επιβολή. Η δύναμη δεν είναι ένα μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού, αλλά συχνά ο ίδιος ο σκοπός, η εγγενής ορμή για αυτοεπιβεβαίωση και επικράτηση.
Η «υπαρξιακή» διάσταση της δύναμης στον Κονδύλη υποδηλώνει ότι η σχέση με τη δύναμη είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να επιβάλλει, έστω και στο ελάχιστο, τη βούλησή του στο περιβάλλον του, στους άλλους ανθρώπους, ή ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή η διαρκής πάλη, αυτή η «σχέση ισχύος» (το «αντιμετωπίζω τον κόσμο με όρους ισχύος», όπως το διατύπωσε), είναι η αφετηρία για κάθε κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Οι θεσμοί, οι νόμοι, οι αξίες, όλα αναδύονται από την ανάγκη να διαχειριστούν, να περιορίσουν ή να νομιμοποιήσουν αυτή την πρωταρχική δύναμη. Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας οδηγεί, κατά τον Κονδύλη, σε αυταπάτες και αδιέξοδα, τόσο στην κατανόηση του κόσμου όσο και στην πρακτική δράση. Η αναγνώριση της δύναμης ως του καθοριστικού παράγοντα επιτρέπει μια πιο ρεαλιστική και λιγότερο ρομαντική θεώρηση της ανθρώπινης κατάστασης.
Η Κονδύλεια ανάλυση της δύναμης αποτελεί το θεμέλιο για την κατανόηση όλων των άλλων πτυχών της φιλοσοφίας του, ιδίως της γένεσης και της λειτουργίας των ιδεολογιών, στις οποίες θα επικεντρωθούμε στην επόμενη ενότητα. Η προσέγγισή του, απαλλαγμένη από μεταφυσικές προϋποθέσεις και ηθικές προκαταλήψεις, επιδιώκει να αναδείξει την υλική βάση και τους συμφεροντολογικούς λόγους που κρύβονται πίσω από φαινομενικά ιδεαλιστικές ή αφηρημένες έννοιες.
ΙΙ. Η Γένεση των Ιδεολογιών και των Αξιών: Η Δύναμη ως Δημιουργός Νοήματος
Αφού θεμελιώθηκε η έννοια της δύναμης ως πρωταρχικής κατηγορίας στην Κονδύλεια σκέψη, είναι πλέον δυνατόν να προχωρήσουμε στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο αυτή η δύναμη γεννά και διαμορφώνει τις ιδέες, τις αξίες και, κυρίως, τις ιδεολογίες. Για τον Παναγιώτη Κονδύλη, οι ιδεολογίες δεν είναι αυθύπαρκτα πνευματικά δημιουργήματα ή αμιγείς εκφράσεις της αλήθειας ή του ορθού. Αντίθετα, αποτελούν αναγκαία παράγωγα και λειτουργικά εργαλεία των σχέσεων δύναμης, δομημένα με τρόπο που να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και να νομιμοποιούν την κυριαρχία.
Η σχέση μεταξύ δύναμης και ιδεολογίας είναι αμφίδρομη, αλλά με σαφή ιεραρχία: η δύναμη προηγείται. Οι ιδεολογίες δεν δημιουργούν τις σχέσεις δύναμης, αλλά τις συντηρούν, τις δικαιολογούν και τις καθιστούν αποδεκτές. Κάθε κοινωνική ομάδα ή άτομο που επιδιώκει να διατηρήσει ή να επεκτείνει τη θέση ισχύος του, έχει ανάγκη από ένα σύστημα ιδεών που θα νομιμοποιεί τις ενέργειές του, θα συσπειρώνει τους οπαδούς του και θα απονομιμοποιεί τους αντιπάλους του. Αυτή είναι η βασική λειτουργία της ιδεολογίας: να μετατρέπει το ωμό γεγονός της επιβολής σε μια φαινομενικά λογική, ηθική ή φυσική αναγκαιότητα. Ο Κονδύλης αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία ως «εξορθολογιστική» λειτουργία των ιδεολογιών, υποδεικνύοντας την ανθρώπινη ανάγκη να δίνεται ένα νόημα, μια δικαιολόγηση, ακόμα και στην πιο γυμνή άσκηση της δύναμης.
Για παράδειγμα, η έννοια της δημοκρατίας μπορεί να εκληφθεί όχι μόνο ως ένα ιδεώδες διακυβέρνησης, αλλά και ως μια ιδεολογία που, σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, χρησιμοποιείται από ορισμένες ομάδες για να νομιμοποιήσει την εξουσία τους, να συσπειρώσει τους πολίτες γύρω από ένα κοινό όραμα και να απονομιμοποιήσει άλλες μορφές διακυβέρνησης. Ομοίως, οι έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας, ενώ φαινομενικά αντιπροσωπεύουν καθολικές αξίες, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ιδεολογικά για να προωθήσουν συγκεκριμένα οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα, να δικαιολογήσουν κοινωνικές ανισότητες ή να κινητοποιήσουν πληθυσμούς προς συγκεκριμένους στόχους. Η Κονδύλεια ανάλυση δεν απορρίπτει την αξία αυτών των εννοιών, αλλά αποκαλύπτει τις υλικές και συμφεροντολογικές τους διαστάσεις που συχνά παραβλέπονται.
Η Κονδύλεια προσέγγιση είναι πρωτίστως μια «κριτική» των ιδεολογιών, όχι με την έννοια της ηθικής καταδίκης, αλλά με την έννοια της απομυθοποίησης. Ο στόχος δεν είναι να κρίνει αν μια ιδεολογία είναι «καλή» ή «κακή», αλλά να αναδείξει τον υλικό και συμφεροντολογικό πυρήνα της, να αποκαλύψει τις σχέσεις δύναμης που τη γέννησαν και τις οποίες εξυπηρετεί. Αυτή η απομυθοποίησης είναι μια διαδικασία «ψυχρής» ανάλυσης, η οποία προσπαθεί να δει την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς τις ωραιοποιήσεις και τις εξιδανικεύσεις που προσφέρουν οι ιδεολογίες. Η κριτική αυτή είναι ανελέητη προς κάθε μορφή πνευματικής αυταπάτης ή ηθικισμού, καθώς θεωρεί ότι αυτές οι προσεγγίσεις συγκαλύπτουν την πραγματική φύση των κοινωνικών σχέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Κονδύλης αναλύει διεξοδικά τον ρόλο των διανοουμένων στη γένεση και διάδοση των ιδεολογιών. Οι διανοούμενοι, είτε ως φιλόσοφοι, είτε ως επιστήμονες, είτε ως καλλιτέχνες, συχνά λειτουργούν ως φορείς και διαμορφωτές ιδεολογιών, συνειδητά ή ασυνείδητα. Η «αντικειμενικότητα» της επιστημονικής ή φιλοσοφικής σκέψης αμφισβητείται έντονα, καθώς ακόμα και οι πιο αφηρημένες θεωρίες μπορεί να εξυπηρετούν, έστω και έμμεσα, συγκεκριμένα συμφέροντα ή να αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις δύναμης της εποχής τους. Ο Κονδύλης δεν υποστηρίζει μια απλή συνωμοσιολογία, αλλά μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι διανοούμενοι είναι ενσωματωμένοι στο πλέγμα των σχέσεων δύναμης και πώς η σκέψη τους διαμορφώνεται και χρησιμοποιείται εντός αυτού του πλαισίου.
Η ιδεολογία, για τον Κονδύλη, δεν είναι μόνο ένα σύστημα ιδεών, αλλά και ένα πρακτικό μέσο κοινωνικής οργάνωσης. Μέσω της ιδεολογίας επιτυγχάνεται η συσπείρωση των ομοϊδεατών, η κινητοποίηση για κοινούς στόχους και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής –ή και η πρόκληση κοινωνικής σύγκρουσης– όταν οι σχέσεις δύναμης απαιτούν μια τέτοια κινητοποίηση. Η ιδεολογία παρέχει το κοινό πλαίσιο αναφοράς, τις κοινές αξίες και τους κοινούς εχθρούς που απαιτούνται για τη συγκρότηση και τη λειτουργία οποιασδήποτε συλλογικής οντότητας, από ένα κράτος έως ένα πολιτικό κόμμα ή ένα κοινωνικό κίνημα.
Εν κατακλείδι, η Κονδύλεια θεώρηση των ιδεολογιών και των αξιών αποτελεί μια ριζοσπαστική απομυθοποίησης κάθε μεταφυσικής ή υπερβατικής αξίωσης. Αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το νόημα και η αξία δημιουργούνται και χρησιμοποιούνται εντός του πεδίου της δύναμαης, όχι ως ανεξάρτητες οντότητες, αλλά ως λειτουργικά εξαρτήματα της πάλης για επικράτηση. Αυτή η προσέγγιση είναι κρίσιμη για την κατανόηση της πολιτικής, της ιστορίας και των κοινωνικών σχέσεων στον Κονδύλη, καθώς αποτελεί τη γέφυρα από την αφηρημένη έννοια της δύναμης στην πρακτική της εφαρμογής.
ΙΙΙ. Η Κριτική του Ορθολογισμού και του Ηθικισμού: Η «Ψυχρή» Ματιά στην Ανθρώπινη Κατάσταση
Η Κονδύλεια φιλοσοφία, θεμελιωμένη στην πρωταρχικότητα της δύναμης και στην αναγνώριση των ιδεολογιών ως λειτουργικών παραγώγων της, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια σφοδρή και συστηματική κριτική του ορθολογισμού και του ηθικισμού. Για τον Κονδύλη, αυτές οι δύο έννοιες, που συχνά θεωρούνται ως οι κορυφές της ανθρώπινης πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης, αποτελούν στην πραγματικότητα μορφές πνευματικής αυταπάτης ή, ακόμη χειρότερα, ιδεολογικά εργαλεία που συγκαλύπτουν τις πραγματικές σχέσεις δύναμης και συμφερόντων.
Η κριτική του ορθολογισμού στον Κονδύλη δεν είναι μια συνολική απόρριψη της λογικής σκέψης ή της επιστημονικής μεθόδου. Αντίθετα, είναι μια αμφισβήτηση της αξίωσης του ορθολογισμού για αυτονομία, υπερ-ιστορικότητα και απόλυτη αντικειμενικότητα. Ο Κονδύλης υποστηρίζει ότι ο ορθολογισμός, αντί να είναι μια ουδέτερη και καθολική δύναμη που οδηγεί στην αλήθεια, είναι συχνά ένα όπλο στην πάλη για δύναμη και κυριαρχία. Η «ορθολογικοποίηση» (Rationalisierung), μια διαδικασία που αναλύθηκε εκτενώς από τον Μαξ Βέμπερ, στον Κονδύλη αποκτά μια πιο κυνική διάσταση: δεν είναι απλώς η εφαρμογή της αποτελεσματικότητας, αλλά η μεταμφίεση των συμφερόντων σε λογικά και αναπόφευκτα.
Ο Κονδύλης αναλύει πώς διάφορες μορφές ορθολογισμού —από τον επιστημονικό και τεχνολογικό έως τον πολιτικό και κοινωνικό— χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν και να επιβάλλουν συγκεκριμένες αποφάσεις και πρακτικές. Όταν μια απόφαση ή μια πολιτική παρουσιάζεται ως «ορθολογική» ή «επιστημονικά τεκμηριωμένη», αυτό συχνά σημαίνει ότι επιχειρείται να της προσδοθεί ένα κύρος αντικειμενικότητας, αποσυνδέοντάς την από τα συμφέροντα που την υπαγόρευσαν. Έτσι, ο ορθολογισμός μετατρέπεται σε ένα ιδεολογικό εργαλείο που καθιστά τις σχέσεις δύναμης πιο αόρατες και, επομένως, πιο αποτελεσματικές. Η αμφισβήτηση της δυνατότητας για «καθαρή» ή «ουδέτερη» σκέψη αποτελεί βασικό άξονα της Κονδύλειας προσέγγισης, καθώς πιστεύει ότι ακόμη και η πιο αφηρημένη θεωρία δεν μπορεί να ξεφύγει από το πλέγμα των σχέσεων δύναμης.
Παράλληλα με την κριτική του ορθολογισμού, ο Κονδύλης επιδίδεται σε μια εξίσου αδυσώπητη απόρριψη του ηθικισμού. Ο ηθικισμός νοείται ως κάθε προσπάθεια να τεθούν ηθικές αρχές ως υπερβατικές, αυτόνομες και καθολικά ισχύουσες, ικανές να καθοδηγήσουν την ανθρώπινη δράση ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες και τις σχέσεις δύναμης. Για τον Κονδύλη, οι ηθικές αρχές, όπως η δικαιοσύνη, η αγάπη, η αλληλεγγύη, δεν είναι παρά εκδηλώσεις σχέσεων δύναμης και συμφερόντων, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ιδεολογικές κατασκευές που εξυπηρετούν τη νομιμοποίηση ή την ανατροπή υφιστάμενων καταστάσεων.
Η βασική αντίληψη του Κονδύλη είναι ότι δεν υπάρχει «δέον» (Sollen) ανεξάρτητο από το «είναι» (Sein). Το τι «πρέπει» να γίνει ή το τι είναι «σωστό» καθορίζεται πάντα από τις υφιστάμενες σχέσεις δύναμης, τις δυνατότητες επιβολής και τα συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών. Οι ηθικές αξιώσεις δεν αποτελούν παρά τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι –ατομικά ή συλλογικά– επιχειρούν να επιβάλλουν τη βούλησή τους ή να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι, ο ηθικισμός θεωρείται ως μια μορφή αυταπάτης που αποσυνδέει την ηθική από την υλική και πολιτική της βάση, καθιστώντας την αναποτελεσματική ή, ακόμη χειρότερα, ένα όχημα για την υποκριτική άσκηση της δύναμης.
Αυτή η κριτική του ηθικισμού είναι ιδιαίτερα εμφανής στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων και της πολιτικής. Όταν κράτη ή πολιτικοί φορείς επικαλούνται ηθικές αρχές για να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους (π.χ., «εξαγωγή της δημοκρατίας», «ανθρωπιστική παρέμβαση»), ο Κονδύλης θα έβλεπε πίσω από αυτές τις αξιώσεις συγκεκριμένα συμφέροντα και σχέσεις δύναμης που επιδιώκουν την επικράτηση. Η απουσία ενός υπερβατικού ηθικού κώδικα οδηγεί τον Κονδύλη σε μια ρεαλιστική, αλλά συχνά χαρακτηριζόμενη ως κυνική, θεώρηση της πολιτικής, όπου η αποτελεσματικότητα και η επιβίωση υπερτερούν έναντι των ηθικών επιταγών.
Η Κονδύλεια απόρριψη του ορθολογισμού ως αυτόνομης και του ηθικισμού ως υπερβατικού δεν οδηγεί σε έναν απόλυτο μηδενισμό ή στην άρνηση κάθε νοήματος. Οδηγεί σε μια απαιτητική, «ψυχρή» ανάλυση της πραγματικότητας, όπου η κατανόηση των φαινομένων επιδιώκεται χωρίς τις παρηγορητικές ωραιοποιήσεις των ιδεολογιών και των ηθικών αφηγήσεων. Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αποδόμηση των κυρίαρχων αφηγήσεων και την αποκάλυψη των κρυμμένων δομών ισχύος. Για τον Κονδύλη, η διανοητική ειλικρίνεια απαιτεί την αποδοχή της σκληρής πραγματικότητας ότι ο κόσμος δεν λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής ή της ηθικής, αλλά σύμφωνα με τις σχέσεις δύναμης.
Στο πλαίσιο αυτής της κριτικής, η φιλοσοφική εργασία του Κονδύλη μπορεί να ειδωθεί ως μια συνεχής προσπάθεια να αποδομήσει τη μεταφυσική και κάθε μορφή «αντικειμενικού πνεύματος» που επιχειρεί να τοποθετήσει ιδέες και αξίες εκτός του πεδίου της ανθρώπινης βούλησης και της πάλης για δύναμη. Η στροφή από το «δέον» στο «είναι» αποτελεί μια συνεπή μεθοδολογική αρχή που διέπει ολόκληρο το έργο του, από τις ιστορικές του αναλύσεις μέχρι τις θεωρητικές του πραγματείες.
IV. Η Έννοια της Απόφασης και ο Ντεσιζιονισμός: Η Πράξη στο Χάος της Δύναμης
Εφόσον η Κονδύλεια σκέψη έχει αποδομήσει τις αυταπάτες του αυτόνομου ορθολογισμού και του υπερβατικού ηθικισμού, καθιστώντας σαφές ότι οι ιδεολογίες είναι εργαλεία της δύναμης και οι αξίες σχετικές, ανακύπτει το κρίσιμο ερώτημα: πώς μπορεί ο άνθρωπος να δράσει και να οργανώσει την κοινωνική του ζωή σε έναν τέτοιο κόσμο; Η απάντηση του Παναγιώτη Κονδύλη έγκειται στην κεντρική θέση της απόφασης (Entscheidung), η οποία αναδεικνύεται ως η κομβική πράξη σε ένα πεδίο όπου οι βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει.
Η έννοια της απόφασης στον Κονδύλη είναι βαθιά επηρεασμένη από τον Γερμανό νομικό και πολιτικό φιλόσοφο Καρλ Σμιτ. Ο Σμιτ, στο έργο του, υποστήριξε ότι η κυριαρχία δεν ορίζεται από το δίκαιο ή τους νόμους, αλλά από την ικανότητα να αποφασίζει κανείς στην κατάσταση εξαίρεσης (Ausnahmezustand) — δηλαδή, στην οριακή εκείνη συνθήκη όπου οι κανόνες δεν ισχύουν πλέον ή δεν επαρκούν. Για τον Κονδύλη, αυτή η ντεσιζιονιστική οπτική είναι αναγκαία για την κατανόηση της πολιτικής πραγματικότητας. Σε έναν κόσμο όπου οι αξίες είναι προϊόντα συμφερόντων και οι ιδεολογίες αντανακλούν σχέσεις δύναμης, δεν υπάρχει κάποια «φυσική» ή «λογική» πορεία που να υποδεικνύει την ορθή δράση. Η απόφαση δεν είναι αποτέλεσμα ορθολογικής επεξεργασίας δεδομένων ή εφαρμογής προκαθορισμένων ηθικών αρχών, αλλά πράξη βούλησης, έκφραση της δύναμης και της ικανότητας επιβολής.
Ο Κονδύλης υπογραμμίζει την αναγκαιότητα της απόφασης ιδίως σε καταστάσεις κρίσης, αβεβαιότητας και σύγκρουσης. Όταν οι παραδοσιακές δομές και οι καθιερωμένες ιδεολογίες αποδεικνύονται ανεπαρκείς να διαχειριστούν τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς, όταν η λογική αδυνατεί να παράσχει σαφείς κατευθύνσεις, τότε η ωμή πράξη της απόφασης γίνεται απαραίτητη. Αυτή η απόφαση δεν είναι ουδέτερη: λαμβάνεται πάντα εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου συμφερόντων και σχέσεων δύναμης, και έχει ως συνέπεια την επιβολή μιας συγκεκριμένης τάξης ή την ανατροπή μιας υφιστάμενης.
Η πολιτική, στην Κονδύλεια θεώρηση, δεν είναι απλώς η διαχείριση των κοινών ή η εφαρμογή προϋπαρχόντων κανόνων. Είναι πρωτίστως η δυνατότητα και η ανάγκη για ριζική απόφαση. Οι πολιτικοί φορείς –είτε άτομα είτε συλλογικότητες– αποκτούν την πραγματική τους υπόσταση και την αποτελεσματικότητά τους μέσα από την ικανότητά τους να λαμβάνουν αποφάσεις που διαμορφώνουν την πραγματικότητα, ακόμη και όταν αυτές οι αποφάσεις είναι σκληρές, αντιδημοφιλείς ή αμφισβητούμενες από ηθικής άποψης. Η πολιτική αποτελεσματικότητα συνδέεται άμεσα με την αποφασιστικότητα και την ικανότητα επιβολής μιας βούλησης, όχι με την ηθική ορθότητα ή τη λογική πληρότητα των επιχειρημάτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κονδύλης προτείνει ένα αυθαίρετο «decide et agere» (αποφάσισε και δράσε) χωρίς καμία σκέψη. Αντιθέτως, η ίδια η φιλοσοφική του ανάλυση παρέχει ένα πλαίσιο για την κατανόηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η «ψυχρή» του ματιά στην πραγματικότητα επιτρέπει την αναγνώριση των συμφερόντων, των σχέσεων δύναμης και των ιδεολογικών προϋποθέσεων που καθορίζουν τις επιλογές. Η απόφαση, παρόλο που είναι μια πράξη βούλησης, δεν είναι τυχαία. Είναι μια πράξη που εκδηλώνεται εντός συγκεκριμένων ιστορικών και κοινωνικών ορίων, και οι επιπτώσεις της αναλύονται με ρεαλιστικό τρόπο.
Η έννοια της απόφασης στον Κονδύλη λειτουργεί ως αντίδοτο στην αδράνεια και την αμφιθυμία που μπορεί να προκύψει από την απομυθοποίηση των ιδεολογιών. Εάν δεν υπάρχουν απόλυτες αλήθειες ή ηθικές επιταγές που να υποδεικνύουν την ορθή πορεία, τότε η μόνη διέξοδος είναι η ανάληψη της ευθύνης για την απόφαση και τις συνέπειές της. Αυτή η ευθύνη δεν είναι ηθική με την παραδοσιακή έννοια, αλλά μάλλον πρακτική και πολιτική. Είναι η ευθύνη για την επιβίωση, την επικράτηση ή την αναδιάρθρωση των σχέσεων δύναμης.
Η ντεσιζιονιστική αυτή στάση έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας. Ο αποτελεσματικός ηγέτης δεν είναι απαραίτητα ο πιο ηθικός ή ο πιο ορθολογικός, αλλά αυτός που έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει την ανάγκη για απόφαση και να την λαμβάνει, ακόμη και όταν αυτή είναι δύσκολη ή συγκρουσιακή. Αυτό συνεπάγεται μια ρήξη με τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις περί πολιτικής, οι οποίες συχνά τονίζουν τη συναίνεση, τον διάλογο και την ηθική καθοδήγηση. Για τον Κονδύλη, αυτές οι έννοιες είναι συχνά ιδεολογικές κατασκευές που συγκαλύπτουν την αναπόφευκτη παρουσία της σύγκρουσης και της απόφασης ως θεμελιωδών στοιχείων της πολιτικής.
Εν κατακλείδι, η έννοια της απόφασης και ο ντεσιζιονισμός στον Παναγιώτη Κονδύλη αποτελούν το λογικό επιστέγασμα της κριτικής του στον ορθολογισμό και τον ηθικισμό. Σε έναν κόσμο απογυμνωμένο από υπερβατικές αρχές και καθοδηγούμενο από τις σχέσεις δύναμης, η πράξη της απόφασης αναδεικνύεται ως η μόνη δυνατή και αποτελεσματική απάντηση, διαμορφώνοντας την πραγματικότητα και καθορίζοντας το «είναι» του κόσμου.
V. Η Θεωρία του Πολέμου: Η Υπέρτατη Έκφραση της Δύναμης
Στο πλαίσιο της Κονδύλειας φιλοσοφίας, ο πόλεμος δεν αποτελεί μια απλή παθογένεια ή μια παρέκκλιση από την ομαλή λειτουργία των κοινωνιών, αλλά μια θεμελιώδη και ενδεχομένως αναπόφευκτη έκφραση της πάλης για δύναμη που διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία. Όπως η δύναμη είναι η πρωταρχική κατηγορία, έτσι και ο πόλεμος είναι η έσχατη μορφή άσκησής της, η κορυφαία στιγμή της σύγκρουσης συμφερόντων και της απόφασης. Ο Κονδύλης, επηρεασμένος βαθύτατα από τον Καρλ Φίλιπ φον Κλαούζεβιτς και την περίφημη ρήση του ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αλλά και από τον Καρλ Σμιτ και τη διάκριση φίλου-εχθρού, αναλύει τον πόλεμο ως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής ύπαρξης.
Για τον Κονδύλη, η ύπαρξη του πολιτικού πεδίου συνεπάγεται την ύπαρξη της διάκρισης μεταξύ φίλου και εχθρού, η οποία είναι πάντοτε μια διάκριση ενδεχόμενης σύγκρουσης και, στην οριακή περίπτωση, πολέμου. Ο εχθρός δεν είναι απαραίτητα ο ηθικά κακός ή ο προσωπικός αντίπαλος, αλλά ο άλλος που, λόγω διαφορετικών συμφερόντων ή της ίδιας της φύσης του, μπορεί να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πόλεμος αναδεικνύεται ως η μοναδική πράξη που μπορεί να επιλύσει οριστικά την υπαρξιακή διάκριση φίλου-εχθρού, τουλάχιστον για ένα διάστημα. Είναι η στιγμή που η απόφαση, η οποία αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα, λαμβάνει τη βιαιότερη και πλέον καθοριστική της μορφή.
Ο Κονδύλης αρνείται κατηγορηματικά κάθε ηθικολογική προσέγγιση του πολέμου που τον παρουσιάζει ως ένα «κακό» που πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, ή ως ένα φαινόμενο που μπορεί να εξαλειφθεί μέσω του ορθολογικού διαλόγου. Τέτοιες αντιλήψεις θεωρούνται ιδεολογικές αυταπάτες που συγκαλύπτουν την πραγματική φύση της ανθρώπινης πάλης για επικράτηση. Ο πόλεμος, στην Κονδύλεια θεώρηση, αποκαλύπτει την αληθινή φύση της δύναμης, απογυμνώνοντάς την από κάθε εξορθολογιστική ή ηθική επικάλυψη. Στην πολεμική σύγκρουση, τα συμφέροντα και η βούληση για επιβολή αναδεικνύονται στην πιο ωμή τους μορφή, χωρίς τη δυνατότητα για προσχήματα ή δικαιολογήσεις.
Η προσέγγιση του Κονδύλη στον πόλεμο δεν περιορίζεται στην αναγνώρισή του ως μιας διαχρονικής ανθρώπινης πραγματικότητας. Αναλύει επίσης την εξέλιξη της μορφής του πολέμου στην ιστορία, ιδίως την εμφάνιση του «ολοκληρωτικού πολέμου» (total war) στη νεωτερικότητα. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος, σε αντίθεση με τους περιορισμένους πολέμους προηγούμενων εποχών, χαρακτηρίζεται από:
- Την επιστράτευση όλων των πόρων της κοινωνίας (οικονομικών, ανθρώπινων, τεχνολογικών) για τον πόλεμο.
- Την εξάλειψη της διάκρισης μεταξύ μαχητών και αμάχων, καθώς ολόκληρος ο πληθυσμός καθίσταται μέρος του πολεμικού στόχου.
- Την ιδεολογική φόρτιση του πολέμου, όπου ο αγώνας δεν είναι απλώς για εδαφικά κέρδη ή πόρους, αλλά για την επικράτηση μιας ιδεολογίας ή ενός τρόπου ζωής, καθιστώντας τον εχθρό όχι απλώς αντίπαλο αλλά «απόλυτο εχθρό» που πρέπει να εξοντωθεί.
Η τεχνολογία παίζει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου, επιτρέποντας την κλιμάκωση της βίας και την επέκταση του πεδίου σύγκρουσης. Ο Κονδύλης αναγνωρίζει ότι η ανάπτυξη των πολεμικών μέσων δεν είναι απλά μια τεχνική εξέλιξη, αλλά μια πολιτική και κοινωνική διαδικασία που αναδιαμορφώνει τις σχέσεις δύναμης και τις μορφές της σύγκρουσης. Ο πυρηνικός πόλεμος, για παράδειγμα, εισήγαγε μια νέα, πρωτοφανή διάσταση στην έννοια της αμοιβαίας εξόντωσης, αλλά δεν άλλαξε την πρωταρχική φύση του πολιτικού ως πεδίου ενδεχόμενης θανατηφόρας σύγκρουσης.
Η Κονδύλεια θεώρηση του πολέμου συνδέεται άρρηκτα με την κριτική του ορθολογισμού και του ηθικισμού. Οι προσπάθειες να «εκλογικευθεί» ο πόλεμος ή να του δοθεί ένα ηθικό νόημα (π.χ., «δίκαιος πόλεμος») θεωρούνται από τον Κονδύλη ως αποπροσανατολιστικές και ιδεολογικές. Ο πόλεμος δεν είναι ούτε λογικός ούτε ηθικός με την παραδοσιακή έννοια, αλλά μια υπαρξιακή αναγκαιότητα που πηγάζει από την αδιάκοπη πάλη για επικράτηση. Η αναγνώριση αυτής της σκληρής αλήθειας επιτρέπει μια πιο νηφάλια και ρεαλιστική προσέγγιση στις διεθνείς σχέσεις και στην πολιτική, αποφεύγοντας τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις της διαρκούς ειρήνης ή της εξάλειψης της σύγκρουσης.
Τέλος, ο πόλεμος λειτουργεί στον Κονδύλη ως ένα τεστ της απόφασης και της κυριαρχίας. Σε συνθήκες πολέμου, η ανάγκη για απόφαση γίνεται επιτακτική και η ικανότητα λήψης αυτής της απόφασης αποκαλύπτει την πραγματική ισχύ και την κυριαρχία ενός πολιτικού φορέα. Η αποτυχία στην πολεμική σύγκρουση δεν είναι απλώς μια στρατιωτική ήττα, αλλά μια ήττα της βούλησης, μια αδυναμία επιβολής της απόφασης και, εν τέλει, μια απώλεια δύναμης. Έτσι, ο πόλεμος, ως η υπέρτατη έκφραση της δύναμης, καθορίζει τις τύχες των κοινοτήτων και αποκαλύπτει τις βαθύτερες αλήθειες για την ανθρώπινη κατάσταση.
VI. Επιπτώσεις και Κριτικές: Η Διαρκής Πρόκληση της Κονδύλειας Σκέψης
Η φιλοσοφία του Παναγιώτη Κονδύλη, με την αδιαπραγμάτευτη έμφαση στη δύναμη ως πρωταρχική κατηγορία, τη ριζοσπαστική απομυθοποίηση των ιδεολογιών και την κριτική του ορθολογισμού και του ηθικισμού, έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο στίγμα στη σύγχρονη πνευματική συζήτηση. Η συνεισφορά του είναι αναμφισβήτητη στην κοινωνιολογία, την πολιτική επιστήμη και την ιστορία των ιδεών, προσφέροντας ένα ισχυρό αναλυτικό εργαλείο για την κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων, απαλλαγμένο από αυταπάτες και ωραιοποιήσεις.
Επιπτώσεις της Κονδύλειας Σκέψης
Ο Κονδύλης μάς καλεί να κοιτάξουμε την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα «ψυχρά» και «ρεαλιστικά», χωρίς να αναζητούμε υπερβατικές δικαιώσεις ή ηθικές σωτηρίες. Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για:
- Την αποδόμηση κυρίαρχων αφηγήσεων: Βοηθά στην αποκάλυψη των συμφερόντων και των σχέσεων δύναμης που κρύβονται πίσω από φαινομενικά ουδέτερες ή ιδεαλιστικές έννοιες, όπως η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή η παγκοσμιοποίηση.
- Την κατανόηση της πολιτικής ως πεδίου σύγκρουσης: Αντί να βλέπουμε την πολιτική ως χώρο συναίνεσης και διαλόγου, ο Κονδύλης την αναδεικνύει ως ένα διαρκές πεδίο ανταγωνισμού και δυνητικής σύγκρουσης, όπου η απόφαση και η επιβολή διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο.
- Την ανάλυση της νεωτερικότητας: Οι αναλύσεις του για τον «πλανητικό ανταγωνισμό», τη «μαζική δημοκρατία» και τον ρόλο της τεχνολογίας παρέχουν ένα κρίσιμο πλαίσιο για την κατανόηση των σύγχρονων προκλήσεων.
- Την ανάπτυξη μιας «αντι-ιδεολογικής» στάσης: Ενθαρρύνει τη διανοητική εγρήγορση έναντι κάθε μορφής ιδεολογικής χειραγώγησης, προτρέποντας σε μια πιο κριτική και αυτόνομη σκέψη.
Βασικές Κριτικές στην Κονδύλεια Φιλοσοφία
Παρά τη διανοητική του ισχύ, το έργο του Κονδύλη έχει δεχθεί και σημαντικές κριτικές, οι οποίες συχνά αφορούν τις συνέπειες της ριζοσπαστικής του προσέγγισης:
- Μηδενισμός και Απαισιοδοξία: Η πιο συχνή κριτική είναι ότι η φιλοσοφία του Κονδύλη οδηγεί σε έναν μηδενισμό ή έναν ακραίο απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση και τις δυνατότητες κοινωνικής προόδου. Εφόσον οι αξίες είναι σχετικές και οι ιδεολογίες απλά εργαλεία δύναμης, φαίνεται να μην υπάρχει χώρος για ηθικές επιδιώξεις, ουτοπικά οράματα ή την πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή η «κυνική» ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση μπορεί να ερμηνευθεί ως αποθαρρυντική και να αφαιρεί κάθε κίνητρο για κοινωνική αλλαγή ή δράση που βασίζεται σε ηθικά κριτήρια. Ο Κονδύλης θα απαντούσε πιθανότατα ότι η αναγνώριση της πραγματικότητας, όσο σκληρή κι αν είναι, είναι η μόνη βάση για την αποτελεσματική δράση, και ότι οι αυταπάτες οδηγούν τελικά σε μεγαλύτερα αδιέξοδα.
- Υπερβολική Έμφαση στη Δύναμη: Ορισμένοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι ο Κονδύλης δίνει μια υπερβολική έμφαση στην έννοια της δύναμης, καθιστώντας την μονοδιάστατο εξηγητικό παράγοντα για όλα τα κοινωνικά φαινόμενα. Ενώ η δύναμη είναι αναμφίβολα σημαντική, υποστηρίζεται ότι υπάρχουν και άλλες παράμετροι —όπως η γνώση, ο πολιτισμός, η αλληλεγγύη, η αγάπη— που δεν μπορούν να αναχθούν πλήρως σε σχέσεις δύναμης. Μήπως η Κονδύλεια προσέγγιση απλοποιεί την ανθρώπινη πολυπλοκότητα και αγνοεί τις μη-στρατηγικές πτυχές της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης; Ο Κονδύλης θα αντέτεινε ότι αυτές οι άλλες παράμετροι είτε αποτελούν επίσης εκφράσεις βούλησης για δύναμη σε διαφορετικά επίπεδα, είτε είναι δευτερογενείς ως προς την πρωταρχική πάλη για επικράτηση.
- Έλλειψη Κανονιστικής Διάστασης: Η κατηγορηματική απόρριψη του ηθικισμού και κάθε μορφής «δέοντος» αφήνει τη φιλοσοφία του Κονδύλη χωρίς μια κανονιστική διάσταση. Εάν δεν υπάρχουν καθολικές ηθικές αρχές, τότε πώς μπορούμε να κρίνουμε τις πράξεις ως «ορθές» ή «λανθασμένες»; Πώς μπορούμε να θεμελιώσουμε την κριτική σε αδικίες ή την επιδίωξη ενός καλύτερου κόσμου; Η Κονδύλεια απάντηση θα ήταν ότι η κρίση βασίζεται στην αποτελεσματικότητα της δράσης ως προς την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων και όχι σε ένα εξωτερικό ηθικό κριτήριο. Ωστόσο, αυτό αφήνει πολλούς να αναρωτιούνται για τη δυνατότητα μιας πολιτικής που υπερβαίνει τον κυνισμό και την ωμή επιδίωξη του συμφέροντος.
- Δυσκολία στην Εφαρμογή: Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι, αν και η Κονδύλεια ανάλυση είναι διαφωτιστική, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί σε πρακτικά πολιτικά ζητήματα. Εάν η πολιτική είναι μόνο πάλη για δύναμη, πώς μπορεί να υπάρξει συνεργασία, συμβιβασμός ή δημοκρατική διαχείριση; Ο Κονδύλης θα υποστήριζε ότι αυτά τα φαινόμενα είναι επίσης μορφές διαχείρισης της δύναμης, όπου οι συμβιβασμοί γίνονται όταν τα συμφέροντα το επιτρέπουν ή το επιβάλλουν, και όχι από ηθική επιταγή.
- Ερμηνευτική Μονομέρεια: Τέλος, έχει υποστηριχθεί ότι η Κονδύλεια προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε μια ερμηνευτική μονομέρεια, όπου κάθε φαινόμενο αναλύεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα της δύναμης, χάνοντας ενδεχομένως άλλες σημαντικές πτυχές ή ερμηνευτικές δυνατότητες.
Παρά τις κριτικές αυτές, το έργο του Παναγιώτη Κονδύλη παραμένει ένα ορόσημο της σύγχρονης φιλοσοφίας. Η πρόκληση που θέτει να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς αυταπάτες και ωραιοποιήσεις, αναγνωρίζοντας την πρωταρχική σημασία της δύναμης στην ανθρώπινη ιστορία, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ο Κονδύλης μας καλεί σε μια διανοητική ειλικρίνεια που, αν και σκληρή, είναι απαραίτητη για την κατανόηση ενός κόσμου που συχνά λειτουργεί πέρα από τις ηθικές μας επιθυμίες και τις ορθολογικές μας προσδοκίες.
VII. Το Ελληνικό Ζήτημα και το Μέλλον της Ελλάδας: Μια Κονδύλεια Ανάλυση
Η φιλοσοφική σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη, αν και καθολική στις αναλύσεις της για τη δύναμη, τις ιδεολογίες και τη νεωτερικότητα, εφάρμοσε αυτές τις αρχές και στην ιδιαίτερη περίπτωση του ελληνικού ζητήματος και του μέλλοντος της Ελλάδας. Ο Κονδύλης απέφυγε τις εθνικιστικές εξιδανικεύσεις και τις ηθικολογικές προσεγγίσεις, προσφέροντας μια αμείλικτη ρεαλιστική ματιά στις παθογένειες, τις αυταπάτες και τις πραγματικές σχέσεις δύναμης που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν την ελληνική πραγματικότητα.
Για τον Κονδύλη, η κατανόηση της νεοελληνικής ιστορίας και κοινωνίας απαιτεί την απομυθοποίηση του «νεοελληνικού Διαφωτισμού» και των επακόλουθων ιδεολογικών σχημάτων. Αντί για μια γραμμική πορεία προς την πρόοδο και τον εξευρωπαϊσμό, ο Κονδύλης ανέδειξε τις εγγενείς αντιφάσεις και τις συμφεροντολογικές προϋποθέσεις που χαρακτήρισαν τη γένεση του ελληνικού κράτους και την ανάπτυξη των ιδεών στην Ελλάδα. Η ιδέα του «έθνους» και της «ταυτότητας» δεν ήταν, για τον Κονδύλη, αμιγώς πνευματικά ή πολιτισμικά φαινόμενα, αλλά ιδεολογικές κατασκευές που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες σχέσεις δύναμης, τόσο στο εσωτερικό (π.χ., οι σχέσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων) όσο και στο εξωτερικό (π.χ., οι σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις).
Η Κονδύλεια ανάλυση της Ελλάδας εστίαζε στην «ελληνική ιδιαιτερότητα» ως συνάρτηση της γεωπολιτικής της θέσης και της δομής των σχέσεων δύναμης στην ευρύτερη περιοχή. Η Ελλάδα, ως μικρή χώρα σε μια στρατηγικά σημαντική περιοχή, είναι αναγκασμένη να κινείται σε ένα διεθνές περιβάλλον που κυριαρχείται από την ωμή ισχύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβίωση και η ανάπτυξη δεν μπορούν να βασίζονται σε ηθικές αξιώσεις ή ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, αλλά στην ρεαλιστική αναγνώριση των συσχετισμών δύναμης και στην ικανότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων.
Ο Κονδύλης άσκησε δριμεία κριτική στην ελληνική «αυταπάτη» περί της ιστορικής «αποστολής» ή της «μοναδικότητας» της χώρας, θεωρώντας την ως μια ιδεολογική κατασκευή που συγκαλύπτει την έλλειψη ρεαλιστικής αυτογνωσίας και την αδυναμία να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα. Η υπερβολική προσήλωση σε ένα ένδοξο παρελθόν, στην «αρχαία Ελλάδα» ή το «Βυζάντιο», λειτουργούσε, κατά τον Κονδύλη, ως ένα μηχανισμό διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα του παρόντος και την αναγκαιότητα να αναληφθούν ριζικές αποφάσεις. Αυτή η «νοσταλγία» ή «ιστοριολαγνεία» εμπόδιζε τη συγκρότηση ενός σύγχρονου, αποτελεσματικού κράτους και μιας κοινωνίας ικανής να ανταγωνιστεί σε ένα σκληρό διεθνές περιβάλλον.
Σε ό, τι αφορά το μέλλον της Ελλάδας, ο Κονδύλης δεν προσέφερε συνταγές ή αισιόδοξες προβλέψεις, αλλά προειδοποιήσεις που πηγάζουν από την ανάλυση των σχέσεων δύναμης. Υποστήριξε ότι η Ελλάδα, για να επιβιώσει και να ευημερήσει, πρέπει να εγκαταλείψει τις ιδεολογικές αυταπάτες και να υιοθετήσει μια ρεαλιστική και αποφασιστική πολιτική. Αυτό σήμαινε:
- Απομυθοποίηση της «εθνικής ενότητας» και αναγνώριση των εσωτερικών ανταγωνισμών: Η ελληνική κοινωνία δεν είναι μια αδιαίρετη ενότητα, αλλά ένα σύνολο ανταγωνιστικών συμφερόντων που πρέπει να αναγνωριστούν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά.
- Εγκατάλειψη του «ηθικισμού» στις διεθνείς σχέσεις: Η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται στην ηθική ορθότητα των θέσεών της, αλλά στην ισχύ και την ικανότητα να διαμορφώνει συμμαχίες και να λαμβάνει σκληρές αποφάσεις που εξυπηρετούν τα ζωτικά της συμφέροντα.
- Συνεχής αναπροσαρμογή στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης: Η Ελλάδα πρέπει να παρακολουθεί αδιάκοπα τις αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον και να προσαρμόζει τις πολιτικές της αναλόγως, χωρίς να προσκολλάται σε ξεπερασμένα δόγματα.
- Ανάπτυξη πραγματικής ισχύος: Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο στρατιωτική δύναμη, αλλά και οικονομική, τεχνολογική και πολιτισμική ισχύ, καθώς και την ικανότητα για αποτελεσματική διοίκηση και διαχείριση.
Ο Κονδύλης δεν ήταν ένας «εθνικιστής» με τη συμβατική έννοια, αλλά ένας ρεαλιστής που έβλεπε την επιβίωση και την ευημερία του ελληνικού κράτους ως ζήτημα αποτελεσματικής διαχείρισης της δύναμης σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Η σκέψη του για την Ελλάδα ήταν μια κλήση σε αυτογνωσία και αυτοκριτική, μια προτροπή να εγκαταλειφθούν οι παρηγορητικές ψευδαισθήσεις και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα. Η επικαιρότητα των αναλύσεών του για το ελληνικό ζήτημα παραμένει έντονη, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, όπου οι αυταπάτες αποκαλύπτονται με τον πιο σκληρό τρόπο.